ῥίμφα — lightly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίμφ' — ῥίμφα , ῥίμφα lightly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
ριμφάρματος — ον, Α αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται με γρήγορα άρματα (α. «φιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις», Σοφ. β. «ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + ἅρμα, ατος (πρβλ. χρυσ άρματος)] … Dictionary of Greek
ριμφαλέος — α, ον, Α ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος, οτρ αλέος)] … Dictionary of Greek
τρωχώ — άω, Α (επικ. τ.) καλπάζω («ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. τ. ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τρέχω (πρβλ. νωμῶ: νέμω, στρωφῶ: στρέφω)] … Dictionary of Greek
u̯er-3: E. u̯er-ĝh- (*su̯erĝʷh-) — u̯er 3: E. u̯er ĝh (*su̯erĝʷh ) English meaning: to turn, press, strangle Deutsche Übersetzung: “drehen, einengen, wũrgen, pressen” Note: nasalized u̯renĝh Root u̯er 3: E. u̯er ĝh (*su̯erĝʷh ): “to turn, press, strangle”… … Proto-Indo-European etymological dictionary